Elocutionist
volume
British pronunciation/ɪləkjˈuːʃənˌɪst/
American pronunciation/ɪləkjˈuːʃənˌɪst/

Ορισμός και Σημασία του "elocutionist"

01

a public speaker trained in voice production and gesture and delivery

word family

elocute

elocute

Verb

elocution

Noun

elocutionist

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store