Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
amateurish
01
ερασιτεχνικός, μη επαγγελματικός
lacking the skill, expertise, or professionalism typically associated with a more polished quality
Λεξικό Δέντρο
amateurishly
amateurishness
amateurish
amateur
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ερασιτεχνικός, μη επαγγελματικός
Λεξικό Δέντρο