LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Altricial
/ɔːltɹˈɪʃəl/
/ɔːltɹˈɪʃəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "altricial"
altricial
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of hatchlings) naked and blind and dependent on parents for food
precocial
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
altostratus cloud
altostratus
altoona
alton glenn miller
altoist
altruism
altruist
altruistic
altruistically
alula
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App