Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ecologist
01
οικολόγος, περιβαλλοντολόγος
in a manner that relates to or concerns the environment and its interactions with living organisms
Παραδείγματα
The ecologist observed how pollution affects local wildlife.
Ο οικολόγος παρατήρησε πώς η ρύπανση επηρεάζει την τοπική άγρια ζωή.
The work of an ecologist is crucial in efforts to restore damaged ecosystems.
Η εργασία ενός οικολόγου είναι κρίσιμη στις προσπάθειες αποκατάστασης των κατεστραμμένων οικοσυστημάτων.
Λεξικό Δέντρο
ecologist
ecology
eco



























