Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
echoing
01
ηχηρός, που αντηχεί
producing repeated or reflected sounds
Παραδείγματα
The cave was known for its echoing chamber, where every sound was magnified and repeated.
Το σπήλαιο ήταν γνωστό για την ηχηρή του αίθουσα, όπου κάθε ήχος ενισχυόταν και επαναλαμβανόταν.
The large, empty warehouse had an echoing quality, amplifying the footsteps of anyone inside.
Η μεγάλη, άδεια αποθήκη είχε μια ηχητική ποιότητα, ενισχύοντας τα βήματα οποιουδήποτε μέσα.
Λεξικό Δέντρο
reechoing
echoing
echo



























