LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Eau de toilette
/ˈəʊ də tɔɪlˈɛt/
/ˈoʊ də tɔɪlˈɛt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "eau de toilette"
Eau de toilette
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a perfumed liquid lighter than cologne
word family
eau de toilette
eau de toilette
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
eau de javelle
eau de cologne mint
eau de cologne
eau claire
eats
eau de vie
eave
eavesdrop
eavesdropper
eavesdroppers never hear any good of themselves
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App