LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Easterly
/ˈiːstəli/
/ˈistɝɫi/
Adverb (2)
Noun (1)
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "easterly"
easterly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
ανατολικά
in a direction toward the east
02
ανατολικά
from the east
westerly
Easterly
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
ανατολικά
a wind from the east
east wind
easter
easterly
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
ανατολικά
from the east; used especially of winds
eastern
02
ανατολικά
lying in or toward the east
eastern
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App