Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
e'er
01
πάντα, αιώνια
always or at all times, a contraction of ever
Παραδείγματα
The stars shine e'er bright in the night sky, unchanging through the ages.
Τα αστέρια λάμπουν πάντα φωτεινά στον νυχτερινό ουρανό, αμετάβλητα μέσα στους αιώνες.
He remained e'er faithful to his oath, though tempted many times.
Παραμένει πάντα πιστός στο όρκος του, αν και πειραζόταν πολλές φορές.



























