Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
duty-free
01
αφορολόγητος, χωρίς φόρους
(of goods) able to be imported without paying tax on them
Παραδείγματα
Travelers often take advantage of duty-free shopping at airports to purchase luxury items at discounted prices.
Οι ταξιδιώτες συχνά εκμεταλλεύονται τις αφορολόγητες αγορές στα αεροδρόμια για να αγοράσουν πολυτελή αντικείμενα σε εκπτωτικές τιμές.
She bought a bottle of perfume at the duty-free shop before boarding her flight.
Αγόρασε ένα μπουκάλι άρωμα στο κατάστημα αφορολόγητων ειδών πριν επιβιβαστεί στην πτήση της.



























