Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dumpy
01
χοντροκαμωμένος, παχουλός
having a short, plump, and unattractive figure
Παραδείγματα
The dumpy man struggled to keep up with his friends on the hiking trail.
Ο κοντός και χοντρός άνδρας δυσκολεύτηκε να συμβαδίσει με τους φίλους του στο μονοπάτι πεζοπορίας.
Despite her dumpy appearance, she had a kind and cheerful demeanor.
Παρά την χοντροκαμωμένη της εμφάνιση, είχε μια καλή και χαρούμενη συμπεριφορά.
02
που μοιάζει με χωματερή, που θυμίζει χωματερή
resembling a garbage dump
03
χοντροκαμωμένος, παχύς και κοντός
short and thick; as e.g. having short legs and heavy musculature
Λεξικό Δέντρο
dumpiness
dumpy
dump



























