LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dumpcart
/dˈʌmpkɑːt/
/dˈʌmpkɑːɹt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dumpcart"
Dumpcart
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a cart that can be tilted to empty contents without handling
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dump truck
dump routine
dump
dummy whist
dummy verb
dumper
dumpiness
dumping
dumpling
dumps
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App