Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dumbstruck
01
κατάπληκτος, μουδιασμένος
so surprised or shocked that one is temporarily unable to speak or react
Παραδείγματα
She was dumbstruck when she found out she had won the lottery.
Ήταν κατάπληκτη όταν ανακάλυψε ότι είχε κερδίσει το λόττο.
The audience was dumbstruck by the magician ’s incredible trick.
Το κοινό κατέστη άφωνο από το απίστευτο τρικ του μάγου.



























