Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Drunkard
01
μεθύστακας, αλκοολικός
a person who is habitually or frequently intoxicated, especially with alcohol
Παραδείγματα
The community organized an intervention for the well-known neighborhood drunkard.
Η κοινότητα οργάνωσε μια παρέμβαση για τον γνωστό μεθύστακα της γειτονιάς.
Despite numerous warnings, he continued his lifestyle as a dedicated drunkard.
Παρά τις πολλές προειδοποιήσεις, συνέχισε τον τρόπο ζωής του ως αφοσιωμένος μεθύστακας.



























