LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dropseed
/dɹˈɒpsiːd/
/dɹˈɑːpsiːd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dropseed"
Dropseed
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a grass of the genus Sporobolus
word family
drop
seed
dropseed
dropseed
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
drops
droppings
dropping zone
dropping
dropper
dropsical
dropsy
drosera
droseraceae
droshky
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App