Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dropper
01
σταγονόμετρο, πιπέτα
a small tube with a tapered tip used to dispense small amounts of liquid in a controlled manner
Παραδείγματα
The pharmacist used a dropper to measure and dispense medication into the patient's bottle.
Ο φαρμακοποιός χρησιμοποίησε μια σταγονόμετρο για να μετρήσει και να διανείμει το φάρμακο στο μπουκάλι του ασθενούς.
She carefully squeezed the dropper to release a single drop of essential oil into the diffuser.
Πίεσε προσεκτικά το σταγονόμετρο για να απελευθερώσει μια μόνο σταγόνα αιθέριου ελαίου στον διαχύτη.
Λεξικό Δέντρο
dropper
drop



























