LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dropping
/dɹˈɒpɪŋ/
/ˈdɹɑpɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "dropping"
dropping
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
coming down freely under the influence of gravity
word family
drop
drop
Verb
dropping
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dropper
dropped egg
dropped ceiling
dropout
dropline
dropping zone
droppings
drops
dropseed
dropsical
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App