LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Alpenstock
/ˈalpənstˌɒk/
/ˈælpənstˌɑːk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "alpenstock"
Alpenstock
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a stout staff with a metal point; used by mountain climbers
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
alpenhorn
alpena
alpaca
alp
aloys senefelder
alpestrine
alpha
alpha and omega
alpha blocker
alpha brass
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App