Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
driver's license
/dɹˈaɪvɚz lˈaɪsəns/
/dɹˈaɪvəz lˈaɪsəns/
Driver's license
01
άδεια οδήγησης, διπλώμα οδήγησης
a document that proves we can drive a car
Dialect
American
Παραδείγματα
He just got his driver's license after passing the driving test last week.
Μόλις πήρε το διπλωμα οδήγησης του αφού πέρασε το τεστ οδήγησης την περασμένη εβδομάδα.
Make sure to bring your driver's license when you go to the rental car office.
Βεβαιωθείτε ότι έχετε μαζί σας το διπλωμα οδήγησης όταν πάτε στο γραφείο ενοικίασης αυτοκινήτων.



























