Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to drive around
01
οδηγώ κάποιον, περιφέρω κάποιον με αυτοκίνητο
drive someone in a vehicle
02
οδηγώ χωρίς στόχο, περιφέρομαι με το αυτοκίνητο χωρίς συγκεκριμένο προορισμό
to operate a vehicle aimlessly or without a specific destination in mind
Παραδείγματα
He had no plans, so he just drove around for a while.
Δεν είχε σχέδια, οπότε απλά οδήγησε χωρίς κατεύθυνση για λίγο.
She likes to drive around when she needs time to think.
Της αρέσει να οδηγάει χωρίς κατεύθυνση όταν χρειάζεται χρόνο να σκεφτεί.



























