Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Drilling
01
γεώτρηση, τρυπανισμός
the act of drilling a hole in the earth in the hope of producing petroleum
Παραδείγματα
The drilling of the well took several weeks due to the hard rock layers.
Η γεώτρηση του πηγαδιού διήρκεσε αρκετές εβδομάδες λόγω των σκληρών στρωμάτων βράχου.
The company specializes in drilling for oil in remote regions.
Η εταιρεία ειδικεύεται στην γεώτρηση για πετρέλαιο σε απομακρυσμένες περιοχές.
Λεξικό Δέντρο
drilling
drill



























