LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Drew
/dɹˈuː/
/ˈdɹu/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "drew"
Drew
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
United States actor (born in Ireland); father of Georgiana Emma Barrymore (1827-1862)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dressy
dressmaking
dressmaker's model
dressmaker
dressing table
drey
drib
dribble
dribbler
dribbling
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App