Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dreadlock
01
ντρέντλοκ, πλεξούδα ράστα
a rope-like piece of hair formed by twisting or braiding hair, known to be worn by Rastafarians
Παραδείγματα
He wore his hair in thick dreadlocks that fell down to his shoulders.
Φορούσε τα μαλλιά του σε παχιά dreadlocks που έφταναν στους ώμους του.
After years of growth, his dreadlocks had become long and well-maintained.
Μετά από χρόνια ανάπτυξης, τα dreadlock του είχαν γίνει μακριά και καλά διατηρημένα.
Λεξικό Δέντρο
dreadlock
dread
lock



























