LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Doting
/dˈəʊtɪŋ/
/ˈdoʊtɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "doting"
doting
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
τρυφερός
demonstrating an excessive and unconditional love or affection for someone, often to the point of being overly attentive
adoring
fond
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App