LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Doer
/dˈuːɐ/
/ˈduɹ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "doer"
Doer
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person who acts and gets things done
word family
do
do
Verb
doer
Noun
undoer
Noun
undoer
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
doei
doe-eyed
doe
dodonaea
dodoma
doeskin
doff
dog
dog and pony show
dog biscuit
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App