Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Divulgence
01
αποκάλυψη, γνωστοποίηση
the action of revealing secret information to others
Παραδείγματα
The journalist faced ethical dilemmas when considering the divulgence of sensitive information.
Ο δημοσιογράφος αντιμετώπισε ηθικά διλήμματα όταν εξέταζε την αποκάλυψη ευαίσθητων πληροφοριών.
The company maintained a policy of strict confidentiality, prohibiting the divulgence of trade secrets.
Η εταιρεία διατήρησε μια πολιτική αυστηρής εμπιστευτικότητας, απαγορεύοντας την αποκάλυψη εμπορικών μυστικών.



























