LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Diverticulum
/daɪvətˈɪkjʊləm/
/ˌdaɪvɝˈtɪkjəɫəm/
diverticula
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "diverticulum"
Diverticulum
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a herniation through the muscular wall of a tubular organ (especially the colon)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
diverticulosis
diverticulitis
diverted
divert
diversity
divertimento
diverting
divertingly
divertissement
divest
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App