Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Disincentive
01
αποτρεπτικός παράγοντας, αποθάρρυνση
something that makes one less encouraged to do something
Λεξικό Δέντρο
disincentive
incentive
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αποτρεπτικός παράγοντας, αποθάρρυνση
Λεξικό Δέντρο