Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Discursiveness
01
διασκορπισμός, πηδήματα από θέμα σε θέμα
the act of jumping from one subject to another in a way that lacks order
Παραδείγματα
The discursiveness of his writing made it hard to grasp the main point of his argument.
Η αποσπονδυλωτικότητα της γραφής του έκανε δύσκολη την κατανόηση του κύριου σημείου του επιχειρήματός του.
Her discursiveness during the presentation caused the audience to lose interest quickly.
Η αποσπονδυλότητα της κατά την παρουσίαση προκάλεσε το κοινό να χάσει γρήγορα το ενδιαφέρον του.
Λεξικό Δέντρο
discursiveness
discursive



























