Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dilatory
01
καθυστερητικός, αργός
intentionally delaying or slow to act
Παραδείγματα
The dilatory response from the government agencies led to a prolonged resolution of the issue.
Η βραδύρρυθμη απάντηση των κυβερνητικών υπηρεσιών οδήγησε σε παρατεταμένη επίλυση του ζητήματος.
The employee 's dilatory approach to assignments resulted in missed deadlines and incomplete projects.
Η βραδυκινητική προσέγγιση του υπαλλήλου στις εργασίες οδήγησε σε χαμένες προθεσμίες και ημιτελή έργα.
Λεξικό Δέντρο
dilatoriness
dilatory
dilate
dil



























