Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to differ
01
διαφέρω, είμαι διαφορετικός
to be different from something or someone
Intransitive: to differ | to differ from sth
Παραδείγματα
His opinion on the matter differs significantly from that of his colleagues.
Η γνώμη του για το θέμα διαφέρει σημαντικά από αυτή των συναδέλφων του.
Her approach to problem-solving differs from that of her peers.
Η προσέγγισή της στην επίλυση προβλημάτων διαφέρει από αυτή των συνομηλίκων της.
02
διαφέρω, δεν συμφωνώ
to disagree with someone or to hold different opinions, viewpoints, or beliefs
Intransitive: to differ on an issue | to differ in a viewpoint
Παραδείγματα
They differed on the best approach to solving the problem.
Διαφωνούσαν για την καλύτερη προσέγγιση επίλυσης του προβλήματος.
The siblings often differed on where to go for family vacations.
Τα αδέρφια συχνά διαφωνούσαν για το πού να πάνε για οικογενειακές διακοπές.
Λεξικό Δέντρο
difference
different
differential
differ



























