Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dietary
01
διατροφικός, σχετικός με τη διατροφή
related to the food and nutrition aspects of a person's diet
Παραδείγματα
She made dietary changes to improve her overall health and well-being.
Έκανε αλλαγές διατροφής για να βελτιώσει τη γενική της υγεία και ευεξία.
Dietary guidelines recommend consuming a variety of fruits and vegetables daily.
Οι διατροφικές οδηγίες συνιστούν την καθημερινή κατανάλωση μιας ποικιλίας φρούτων και λαχανικών.
Dietary
01
δίαιτα, ημερήσια διατροφική επίδοση
a regulated daily food allowance



























