Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Diet
Παραδείγματα
The cat 's diet mainly consisted of dry kibble and occasional wet food for variety.
Η δίαιτα της γάτας αποτελούνταν κυρίως από ξηρά τροφή και περιστασιακά υγρή τροφή για ποικιλία.
She adopted a vegetarian diet, choosing to avoid meat and focus on plant-based foods.
Υιοθέτησε μια χορτοφαγική δίαιτα, επιλέγοντας να αποφεύγει το κρέας και να επικεντρώνεται σε τρόφιμα από φυτά.
02
δίαιτα, διατροφή
a set of food that is eaten to keep healthy, thin, etc.
Παραδείγματα
A healthy diet and regular exercise can reduce the risk of many diseases.
Μια υγιεινή δίαιτα και η τακτική άσκηση μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο πολλών ασθενειών.
His doctor recommended a low-sodium diet.
Ο γιατρός του συνέστησε μια δίαιτα χαμηλή σε νάτριο.
03
δίαιτα, διατροφή
the act of restricting your food intake (or your intake of particular foods)
04
δίαιτα, νομοθετική συνέλευση
a legislative assembly in certain countries (e.g., Japan)
05
δίαιτα, διατροφή
a version that is modified to have lower calories, sugar, fat, or other specific nutritional components for health or weight management purposes
to diet
01
δίαιτα, κάνω δίαιτα
to eat small amounts or particular kinds of food, especially to lose weight
Transitive
Παραδείγματα
She decided to diet by cutting out sugary snacks and eating more vegetables.
Αποφάσισε να κάνει δίαιτα κόβοντας τα γλυκά σνακ και τρώγοντας περισσότερα λαχανικά.
He started to diet to prepare for the upcoming marathon.
Άρχισε να κάνει δίαιτα για να προετοιμαστεί για τον επερχόμενο μαραθώνιο.
02
βάζω σε δίαιτα, συνταγογραφώ ειδική δίαιτα
to put someone on a special diet
Transitive
Παραδείγματα
The doctor decided to diet the patient due to his high cholesterol levels.
Ο γιατρός αποφάσισε να βάλει τον ασθενή σε δίαιτα λόγω των υψηλών επιπέδων χοληστερίνης του.
The nutritionist plans to diet her clients based on their unique dietary needs.
Ο διατροφολόγος σχεδιάζει να βάλει σε δίαιτα τους πελάτες του με βάση τις μοναδικές διατροφικές τους ανάγκες.



























