LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dextrality
/dˈɛkstɹəlɪti/
/dˈɛkstɹəlɪɾi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dextrality"
Dextrality
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
preference for using the right hand
word family
dextr
dextr
Noun
dextral
Adjective
dextrality
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dextral
dexterously
dexterous
dexterity game
dexterity
dextrin
dextroamphetamine sulphate
dextrocardia
dextroglucose
dextrorotary
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App