Aliterate
volume
British pronunciation/ɐlˈaɪtəɹˌeɪt/
American pronunciation/ɐlˈaɪɾɚɹˌeɪt/

Ορισμός και Σημασία του "aliterate"

01

a person who can read but is disinclined to derive information from literary sources

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store