Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Detractor
01
κριτικός, δυσφημιστής
a person who criticizes or belittles the value or importance of someone or something
Παραδείγματα
Despite the many detractors, the artist's work has been celebrated for its originality.
Παρά τους πολλούς κριτικούς, το έργο του καλλιτέχνη έχει γιορταστεί για την πρωτοτυπία του.
She faced numerous detractors who doubted her ability to succeed in the male-dominated industry.
Αντιμετώπισε πολλούς κατηγορητές που αμφέβαλαν για την ικανότητά της να πετύχει σε μια βιομηχανία που κυριαρχούνται από άνδρες.
Λεξικό Δέντρο
detractor
tractor



























