Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to detest
01
απεχθάνομαι, μισώ
to absolutely hate someone or something
Transitive: to detest sb/sth
Παραδείγματα
She detests spiders and is terrified of them.
Αυτή μισεί τις αράχνες και τις φοβάται.
He detests the taste of seafood and refuses to eat it.
Μισεί τη γεύση των θαλασσινών και αρνείται να τα φάει.
Λεξικό Δέντρο
detestable
detested
detest



























