Detersive
volume
British pronunciation/dɪtˈɜːsɪv/
American pronunciation/dɪtˈɜːsɪv/

Ορισμός και Σημασία του "detersive"

01

having cleansing power

word family

deter

deter

Verb

detersive

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store