Determinedly
volume
British pronunciation/dɪtˈɜːmɪnˌɪdli/
American pronunciation/dəˈtɝməndɫi/, /dəˈtɝmənədɫi/

Ορισμός και Σημασία του "determinedly"

determinedly
01

with determination; in a determined manner

02

with ambition; in an ambitious and energetic manner

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store