Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
desktop computer
/dˈɛsktɑːp kəmpjˈuːɾɚ/
/dˈɛsktɒp kəmpjˈuːtə/
Desktop computer
01
επιτραπέζιος υπολογιστής, desktop υπολογιστής
a computer that is made to fit on a table or desk but is not portable
Παραδείγματα
She bought a new desktop computer for her home office.
Αγόρασε έναν νέο επιτραπέζιο υπολογιστή για το γραφείο του σπιτιού της.
The desktop computer requires less maintenance compared to laptops.
Ο επιτραπέζιος υπολογιστής απαιτεί λιγότερη συντήρηση σε σύγκριση με τα φορητά υπολογιστικά.



























