LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Desert soil
/dˈɛsət sˈɔɪl/
/dˈɛsɚt sˈɔɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "desert soil"
Desert soil
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a type of soil that develops in arid climates
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
desert sand
desert rat
desert boot
desert and reward seldom keep company
desert
deserted
deserter
desertification
desertion
deserve
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App