Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
derivational
01
παραγωγικός, σχετικός με την παραγωγή
related to changes in a word's form that show a meaning-related connection with its base
Λεξικό Δέντρο
derivational
derivation
derivat
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παραγωγικός, σχετικός με την παραγωγή
Λεξικό Δέντρο