Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dental surgeon
/dˈɛntəl sˈɜːdʒən/
/dˈɛntəl sˈɜːdʒən/
Dental surgeon
01
χειρουργός οδοντίατρος, οδοντίατρος χειρουργός
a dentist who is capable of performing surgical operations
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χειρουργός οδοντίατρος, οδοντίατρος χειρουργός