LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Denary
/dˈiːnəɹi/
/dˈiːnɚɹi/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "denary"
denary
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
containing ten or ten parts
02
numbered or proceeding by tens; based on ten
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
denali national park
denali fault
denali
den mother
den den daiko
denationalization
denationalize
denaturalize
denaturant
denature
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App