Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to demobilize
01
αποστρατεύω, συνταξιοδοτώ από τη στρατιωτική θητεία
retire from military service
02
αποστρατεύω, επιτρέπω σε κάποιον να εγκαταλείψει τη στρατιωτική θητεία
to allow someone to leave the military service, especially when a war ends
Παραδείγματα
The government began to demobilize troops after the peace treaty was signed.
Η κυβέρνηση άρχισε να αποστρατεύει τα στρατεύματα μετά την υπογραφή της ειρηνευτικής συνθήκης.
They will demobilize thousands of soldiers as the conflict comes to an end.
Θα αποστρατεύσουν χιλιάδες στρατιώτες καθώς η σύγκρουση φτάνει στο τέλος της.



























