LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Deep-chested
/dˈiːptʃˈɛstɪd/
/dˈiːptʃˈɛstᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "deep-chested"
deep-chested
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
thick in the chest
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
deep voice
deep vein thrombosis
deep temporal vein
deep supporting fire
deep square leg
deep-clean
deep-cleaning
deep-dish pie
deep-dye
deep-dyed
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App