Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to deep-clean
01
καθαρίζω σε βάθος, απολυμαίνω διεξοδικά
to clean something carefully and thoroughly to prevent the spread of infection and germs
Transitive
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καθαρίζω σε βάθος, απολυμαίνω διεξοδικά