Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Decagram
01
δεκάγραμμο, δεκάγραμμο
a weight that is the same as 10 grams
Παραδείγματα
The recipe required a decagram of saffron, which made her realize how expensive the dish was to make.
Η συνταγή απαιτούσε ένα δεκάγραμμο σαφράν, κάτι που την έκανε να συνειδητοποιήσει πόσο ακριβό ήταν να φτιάξει το πιάτο.
The jeweler measured the gold and confirmed it was exactly a decagram.
Ο κοσμηματοπώλης μέτρησε το χρυσό και επιβεβαίωσε ότι ήταν ακριβώς ένα δεκάγραμμο.



























