Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
decaffeinated
01
αποκαφεϊνωμένο
(of tea or coffee) having had caffeine completely or partly removed
Παραδείγματα
She ordered a decaffeinated coffee because it was late at night.
Παρήγγειλε έναν αποκαφεϊνωμένο καφέ επειδή ήταν αργά τη νύχτα.
The café offers both regular and decaffeinated options for their drinks.
Το καφέ προσφέρει και κανονικές και αποκαφεϊνωμένες επιλογές για τα ποτά τους.
Λεξικό Δέντρο
decaffeinated
caffeinated
caffeine



























