Debaucher
volume
British pronunciation/dɪbˈɔːtʃə/
American pronunciation/dɪbˈɔːtʃɚ/

Ορισμός και Σημασία του "debaucher"

01

someone who assaults others sexually

word family

debauch

debauch

Verb

debaucher

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store