Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dauntless
01
ατρόμητος, θαρραλέος
showing courage and determination
Παραδείγματα
His dauntless spirit helped him climb the highest mountain.
Το ατρόμητο πνεύμα του τον βοήθησε να ανέβει στο ψηλότερο βουνό.
The team 's dauntless effort led them to victory even when everyone else had written them off.
Η ατρόμητη προσπάθεια της ομάδας τους οδήγησε στη νίκη ακόμα και όταν όλοι οι άλλοι τους είχαν διαγράψει.
Λεξικό Δέντρο
dauntlessly
dauntlessness
dauntless
daunt



























